- ορεκτικός
- -ή, -ό (ΑΜ ὀρεκτικός, -ή, -όν) [ορεκτός]1. αυτός που διεγείρει την όρεξη2. αυτός που προκαλεί την επιθυμία, επιθυμητός, λαχταριστόςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το ορεκτικόα) έδεσμα ή ποτό που λαμβάνεται πριν από το φαγητό για να διεγείρει την όρεξηβ) (φαρμ.) ουσία που καταπολεμά την ανορεξία και βελτιώνει την όρεξη αυξάνοντας έντονα την έκκριση γαστρικού υγρούαρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρεξη, στην επιθυμία2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀρεκτικόνα) το αυθόρμητο, το ορμέμφυτοβ) οι επιθυμίες, οι ορέξεις3. φρ. «ὀρεκτικός νοῡς» — η προαίρεσηεπίρρ...ὀρεκτικῶς (Α)1. με επιθυμία, με όρεξη2. φρ. «ὀρεκτικῶς ἔχω» — ορέγομαι, επιθυμώ πολύ.
Dictionary of Greek. 2013.